διαφυτεύω

διαφυτεύω
διαφυτεύω (Α)
1. φυτεύω, φυτεύω σ' όλη την έκταση
2. παθ. μεταφυτεύω («ὅταν ἀδρὸν ἦ [τὸ σπέρμα] διαφυτεύεται πάλιν τοῡ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακόν», Θεόφραστος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαφυτεύσομεν — διαφυτεύω transplant aor subj act 1st pl (epic) διαφυτεύω transplant fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυτεύεται — διαφυτεύω transplant pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”